развесить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

развесить - translation to πορτογαλικά


развесить      
(определить вес) pesar ; (повесить) (de)pendurar ; (белье) estender ; (ветви) estender
estender a roupa      
развесить белье
dar ouvidos, acreditar (numa mentira)      
развесить уши (перен.)

Ορισμός

РАЗВЕСИТЬ
I
1. Разделить на части по весу.
Р. муку.
2. широко раскинуть, распустить.
Береза развесила свои ветви.
3. (разг.) То же, что развешать.
Р. белье.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για развесить
1. Хочется все нормально развесить", - рассказывает Дашевская.
2. Как правильно развесить витрину, тебе подскажет Костик.
3. Когда сынишка уснул, она вышла во двор развесить постиранные пеленки.
4. Инициатива развесить фотографии исходила от представителей армейского клуба.
5. Захотели развесить на главных магистралях Санкт-Петербурга рекламные перетяжки.